συναέξομαι

συναέξομαι
Α
βλ. συναυξάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναυξάνω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυναυξάνω και συναύξω και ξυναύξω και συναέξομαι Α [αὐξάνω] βοηθώ στην αύξηση ενός πράγματος («τὴν ὑπάρχουσαν ὁμόνοιαν... ἐπὶ πλεῑον συναύξησε», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. συνεκδ. παρουσιάζω ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”